Εισήγηση Π.Τσιρίδη
- Λεπτομέρειες
- Κατηγορία: Εισηγήσεις
- Δημιουργηθηκε στις Τρίτη, 09 Ιουλίου 2013 10:19
- Γράφτηκε από τον/την Νικόλαος Γ. Αλεξίου
- Εμφανίσεις: 5628
Ποινική ευθύνη Δικηγόρων για μη γνωστοποίηση παραβάσεων του
«πόθεν έσχες» από υπόχρεα πρόσωπα.
Πολυχρόνη Τσιρίδη, Δ.Ν. Δικηγόρου Πειραιώς
*********************************
Με το Ν. 4065/2012 (ΦΕΚ Α 77/9-4-2012), εισήχθησαν ορισμένες τροποποιήσεις στο Ν. 3213/2003 («πόθεν έσχες») αυστηροποιώντας το ισχύον θεσμικό πλαίσιο. Μεταξύ αυτών, προβλέφθηκαν ποινικές κυρώσεις σε βάρος προσώπων που συμπράττουν στην υποβολή ανακριβούς δήλωσης, καθώς επίσης και σε βάρος φυσικών και νομικών προσώπων που γνωρίζουν ή έχουν ενδείξεις ή υποψίες ότι διαπράττεται, έχει διαπραχθεί, επιχειρείται ή επιχειρήθηκε παράβαση του νόμου αυτού και δεν ενημέρωσαν αμελλητί τις αρμόδιες αρχές ελέγχου των υποχρέων προσώπων.
Συγκεκριμένα, ο Νομοθέτης κατέστησε υποκείμενα υποχρέωσης αναφοράς παραβάσεων που τέλεσαν υπόχρεα προς υποβολή δήλωσης «πόθεν έσχες» πρόσωπα, όλα εκείνα τα φυσικά και νομικά πρόσωπα, τα οποία είναι υπόχρεα γνωστοποίησης παραβάσεων της νομοθεσίας για τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, αντιγράφοντας την ισχύουσα διάταξη του άρθρου 26 παρ. 1α του Ν. 3691/2008. Έτσι, α) με το άρθρο 6 Ν. 4065/2012 προστέθηκε παρ. 7 στο άρθρο 3 Ν. 3213/2003, με την οποία θεσπίστηκε υποχρέωση των προσώπων του άρθρου 5 Ν. 3691/2008 να ενημερώνουν αμελλητί τις αρμόδιες επιτροπές για παραβάσεις των υποχρεώσεων των ελεγχομένων προσώπων που απορρέουν από τον Νόμο περί «πόθεν έσχες» και β) με το άρθρο 7 του Ν. 4065/2012, προστέθηκε παρ. 5 στο άρθρο 6 του Ν. 3213/2013, με την οποία προβλέπεται η ποινική κύρωση (ποινή φυλάκισης μέχρι δύο ετών) για την παραβίαση των ως άνω υποχρέων προσώπων να γνωστοποιήσουν αμελλητί τις αρμόδιες αρχές παραβάσεις της νομοθεσίας περί «πόθεν έσχες» που τέλεσαν υπόχρεα (για υποβολή δήλωσης «πόθεν έσχες») πρόσωπα.
Όπως γίνεται άμεσα αντιληπτό από την παράθεση των αντιστοίχων διατάξεων, τόσον η υποχρέωση γνωστοποίησης, όσο και η ποινική κύρωση σε βάρος των υποχρέων προσώπων αποτελεί πιστή αντιγραφή του νομοθετικού πλαισίου που εισήγαγε ο Ν. 3691/2008 και αφορά τη ποινικοποίηση της μη γνωστοποίησης στην αρμόδια Αρχή πράξεων νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας διαπραττομένων, ή διαπραχθησών, τετελεσμένων και σε απόπειρα.
Με το Ν. 4065/2012 εισήχθη η αντίστοιχη υποχρέωση, με πρόβλεψη και της σχετικής ποινικής κύρωσης, σε βάρος των αυτών υποχρέων προσώπων (άρθρο 5 Ν. 3691/2008) γνωστοποίησης παραβάσεων του Νόμου περί «πόθεν έσχες» που έλαβαν χώρα από τα υπόχρεα προς υποβολή δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης πρόσωπα, κατά τις διατάξεις του Ν. 3213/2003 και μάλιστα αδιακρίτως και ανεξαιρέτως. Κατά την αιτιολογική έκθεση του τροποποιητικού Ν. 4065/2012, «κάμπτεται οποιοδήποτε επαγγελματικό απόρρητο και δεν ισχύουν οποιεσδήποτε υποχρεώσεις εχεμύθειας ή εμπιστευτικότητας έναντι του οιουδήποτε υποχρέου σε δήλωση «πόθεν έσχες».
Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι ο οποιοσδήποτε Δικηγόρος, υπερασπιζόμενος ένα υπόχρεο πρόσωπο για υποβολή δήλωσης περιουσιακής κατάστασης, ή καλούμενος να παράσχει νομική συμβουλή για την έναρξη ή την αποφυγή διαδικασίας, πληροφορούμενος από τον πελάτη ή σχετικά με τον πελάτη ενδεχόμενη από μέρους του παράβαση της νομοθεσίας περί «πόθεν έσχες», υποχρεούται να καταγγείλει τον πελάτη του στις αρμόδιες αρχές, επαπειλούμενος σε αντίθετη περίπτωση με την αντίστοιχη ποινική κύρωση. Πρόκειται για χονδροειδή, ακατανόητη και πρωτοφανή παραβίαση του δικηγορικού απορρήτου, κατακριτέα σε κάθε περίπτωση και ακυρώνουσα τον θεσμικό ρόλο του Δικηγόρου, προσβάλλοντας και τα αντίστοιχα δικαιώματα των πολιτών για παροχή νομικής προστασίας, μεταβάλλοντας αυτόν σε καταδότη του εντολέα του και επιφυλάσσοντας σε αυτόν ρόλο κρατικών οργάνων.
Ως γνωστόν, η μοναδική άρση στο επαγγελματικό απόρρητο του Δικηγόρου εισήχθη με το Ν. 3691/2008, με τον οποίο προσαρμόστηκε ο Εθνικός Νομοθέτης με την 3η υπ’ αριθ. 60/2005 Κοινοτική Οδηγία και αφορά την υποχρέωση του δικηγόρου αναφοράς πράξεων νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, με ρητή και σαφή εξαίρεση (προβλεφθείσα από την ίδια την 3η Οδηγία) ότι οι Δικηγόροι (όπως επίσης και οι Ελεγκτές, Λογιστές και Συμβολαιογράφοι), δεν υπόκεινται στις αντίστοιχες υποχρεώσεις (σε αντιδιαστολή με όλα τα λοιπά υπόχρεα πρόσωπα του άρθρου 5 του Ν. 3691/2008), «όσον αφορά στις πληροφορίες που λαμβάνουν από ή σχετικά με πελάτη τους, κατά τη διαπίστωση της νομικής θέσης του πελάτη ή όταν τον υπερασπίζονται ή τον εκπροσωπούν στο πλαίσιο ή σχετικά με δίκη, συμπεριλαμβανομένων των συμβούλων για την κίνηση ή την αποφυγή δίκης, ανεξαρτήτως αν οι πληροφορίες λαμβάνονται πριν, κατά τη διάρκεια ή μετά τη δίκη». Η ως άνω εξαίρεση τέθηκε ρητά στην παρ. 2 του άρθρου 26 Ν. 3691/2008. Κατά τη Νομολογία του ΔΕΚ και του ΕΔΑΔ, η εισαγωγή αυτής της εξαίρεσης ως προς τους Δικηγόρους στην Κοινοτική Οδηγία (αλλά και στις εθνικές νομοθεσίες των Κρατών – Μελών), καθιστούν αυτή απόλυτα συμβατή με τις διατάξεις των άρθρων 6 και 8 της ΕΣΔΑ αντιστοίχως. Ειδικότερα, σύμφωνα με την απόφαση του ΔΕΚ[1] (δημοσιευθείσα την 26/6/2007), εκδοθείσα επί προσφυγής των Δικηγορικών Συλλόγων Βελγίου κλπ. κατά της 3ης ως άνω οδηγίας, με τη σαφή και ρητή αυτή εξαίρεση των Δικηγόρων από την υποχρέωση γνωστοποίησης πράξεων νομιμοποίησης εσόδων, δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, αφού η εξαίρεση αυτή που προβλέπεται από την οδηγία είναι απόλυτα συμβατή με το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ.
Σύμφωνα δε με την απόφαση του ΕΔΑΔ[2], έγινε δεκτό ότι η Γαλλική Νομοθεσία που ενσωμάτωνε την 3η Οδηγία δεν παραβιάζει το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, αφού το δικηγορικό απόρρητο διασφαλίζεται απόλυτα με την ως άνω εξαίρεση που καλύπτει τους τομείς που ο Δικηγόρος ασκεί το ουσιαστικό λειτουργικό του έργο υπεράσπισης του εντολέα ενόψει μιας ένδικης διαδικασίας ή αναζήτησης της νομικής του θέσης του πελάτη ή παροχής νομικών συμβούλων για την κίνηση ή αποφυγή μιας διαδικασίας. Από τις ως άνω αποφάσεις, αλλά και τις ίδιες τις διατάξεις των άρθρων 6 και 8 ΕΣΔΑ, είναι προφανής η προστασία του δικηγορικού απορρήτου στις ως άνω περιπτώσεις που ρητά εξαίρεσε τόσον η ίδια η 3η Οδηγία (όπως και η 2η Οδηγία 97/2001), όσο και όλοι οι εθνικοί νόμοι που την μετέφεραν στην εσωτερική νομοθεσία των Κρατών – Μελών. Έτσι, η μοναδική κάμψη-ρωγμή στο δικηγορικό απόρρητο παρέμεινε για ενέργειες του Δικηγόρου που κείνται εκτός της εξαίρεσης, όπου ο Δικηγόρος, στο πλαίσιο οικονομικών συναλλαγών κλπ., ενεργεί για λογαριασμό του πελάτη του[3].
Με τη νεοπαγή διάταξη του άρθρου 6 παρ. 5 Ν. 3213/2003, ενώ υπήρξε πιστή αντιγραφή της διατύπωσης του Ν. 3691/2008, αγνοήθηκε παραδόξως και περιέργως η ρητή εξαίρεση για το δικηγορικό απόρρητο, καθώς και οι αντίστοιχες υπερεθνικές αποφάσεις του ΔΕΚ και του ΕΔΑΔ, αλλά και η προφανής ασυμβατότητα με τα άρθρα 2 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 20 παρ. 1 του Συντάγματος.
Πρόκειται για σαφή παραβίαση του άρθρου 6 και 8 της ΕΣΔΑ και για κραυγαλέα παραβίαση του δικηγορικού απορρήτου στον σκληρό πυρήνα του έργου του Δικηγόρου, ακατανόητη και πρωτοφανής, ενώ, παράλληλα, συνιστά παραβίαση του δικαιώματος των πολιτών ακώλυτης πρόσβασης σε δικηγορική συνδρομή, κατά τα άρθρα 2 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 20 παρ. 1 του Συντάγματος[4].
Είμαι βέβαιος ότι για την τροποποίηση αυτή δεν ζητήθηκε η άποψη της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος που έδωσε μάχες για το δικηγορικό απόρρητο, στο πλαίσιο του Ν. 3691/2008[5].
Προτείνεται η κατάργηση της ως άνω διάταξης ή, τουλάχιστον, η άμεση τροποποίησή της και η εισαγωγή της εξαίρεσης που προβλέπεται στο άρθρο 26 παρ. 2 του Ν. 3691/2008, προκειμένου αυτή να ισχύει και στο Ν. 3213/2003, καθόσον η διάταξη αυτή παραβιάζει μείζονες δικαιϊκές αρχές αυξημένης τυπικής ισχύος προστασίας του δικηγορικού απορρήτου και του δικαιώματος των πολιτών σε νομική αρωγή, πέραν της προφανούς αξιολογικής αντινομίας.
[1]βλ. απόφαση C305/2005 του ΔΕΚ.
[2] βλ. απόφαση Michaudκατά Γαλλίας του ΕυρΔΔΑ.
[3] για περισσότερα βλ. Πολ. Τσιρίδη «Ο νέος νόμος για το ξέπλυμα χρήματος (Ν. 3691/2008), εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη 2009, σελ. 162 επ.
[4]βλ. Χ. Χρυσανθάκη, Το δικηγορικό απόρρητο, ΕΔΔΔ 4/2001, 625 επ.
[5]βλ. απόφαση της Ολομέλειας των ΔΣ Ελλάδος, Θεσσαλονίκη, 1.7.2005, με την οποία εκφράστηκε η πλήρης αντίθεση των Δικηγορικών Συλλόγων της χώρας με την πρόβλεψη της Οδηγίας για την προσθήκη των δικηγόρων στα υπόχρεα πρόσωπα, ως αντίθετης με την ΕΣΔΑ, τη ΣΕΕ, το Σύνταγμά μας, ως προσβάλλουσα το θεμελιώδες δικαίωμα στην υπεράσπιση, τη λειτουργική ανεξαρτησία του δικηγόρου, το θεμελιώδες καθήκον επαγγελματικής εχεμύθειας, η σπουδαιότητα των οποίων έχει αναγνωριστεί από το ΕυρΔΔΑ και το ΔΕΚ, εντούτοις, παρέμεινε, δημιουργώντας τόσο πρακτικά όσο και δογματικά προβλήματα.